- μπιτίζω
- 1. φέρνω κάτι εις πέρας, αποτελειώνω, περατώνω («μπίτισα τις δουλειές μου»)2. συμπληρώνω, καλύπτω ένα ορισμένο ποσό3. (αμτθ.) τερματίζομαι, περατώνομαι, τελειώνω («μπίτισαν οι διακοπές»)4. ξοδεύομαι, εξαντλούμαι, φθάνω στο τέλος («μπιτίσανε τα λεφτά μας»)5. περνά ο καιρός μου («μπιτίσανε πια τα σταφύλια»)6. αποκάμνω, εξαντλούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bittim, αόρ. τού bitmek].
Dictionary of Greek. 2013.